- αμφαϋτέω
- ἀμφαϋτέω (Α)(μόνο σε τμήση) ηχώ ολόγυρα, αντηχώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)-* + αρχ. ἀϋτέω, ποιητ. τ. στον Όμηρο και καμιά φορά στους τραγικούς, που εκφράζει την έννοια τής κραυγής, και ιδιαίτερα τής πολεμικής κραυγής].
Dictionary of Greek. 2013.